- θερμομετρικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμομετρία ή στο θερμόμετρο2. φρ. ιατρ. «θερμομετρικό διάγραμμα» — γραφική παράσταση τής πορείας τής θερμοκρασίας τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermometrique (< thermometrie, πρβλ. θερμομετρία). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κων. Δ. Σχινά].
Dictionary of Greek. 2013.